προστακτικά

προστακτικά
προστακτικός
of
neut nom/voc/acc pl
προστακτικά̱ , προστακτικός
of
fem nom/voc/acc dual
προστακτικά̱ , προστακτικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προστακτικά — και προσταχτικά επίρρ. τροπ., με τρόπο που προστάζει, επιταχτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστακτικάς — προστακτικά̱ς , προστακτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσματικώς — κελευσματικῶς (Μ) επίρρ. με κέλευσμα, προστακτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κελευσματικός < κέλευσμα] …   Dictionary of Greek

  • προστακτικός — ή, ό / προστακτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσταχτικός, ή, ό, Ν [προστακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική (ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις… …   Dictionary of Greek

  • ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”